ὑστέρησε

ὑστέρησε
ὑ̱στέρησε , ὑστερέω
to be behind
aor ind act 3rd sg
ὑστερέω
to be behind
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • άλειπτος — ἄλειπτος, ον (Α) [λείπω] αυτός που δεν υστέρησε ποτέ σε αγώνα, ακατανίκητος …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • υστερώ — όω, Μ υστερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. ὑστερώ, κατά τα συνηρημένα σε όω]. ὑστερῶ, έω, ΝΜΑ [ὕστερος] 1. καθυστερώ, αργοπορώ 2. μτφ. είμαι κατώτερος, υποδεέστερος σε κάτι έναντι άλλου 3. (α. «υστερεί τού αδελφού της ως προς τη μνήμη» β.… …   Dictionary of Greek

  • Μπαχ — (Bach). Επώνυμο οικογένειας μουσικών με καλλιτεχνική δραστηριότητα στη Γερμανία από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 19ου αι. χωρίς διακοπή. Η πολιτιστική προσφορά της γενιάς των Μ. αποτελεί μοναδική εκπληκτική περίπτωση στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • υστερώ — υστέρησα, υστερημένος 1. αμτβ., μένω ύστερος, μένω πίσω, καθυστερώ, αργοπορώ. 2. μτφ., είμαι ύστερος, κατώτερος κάποιου, υπολείπομαι, μειονεκτώ: Υστερεί απ τη φίλη της. 3. μτφ., δεν επαρκώ σε κάτι, είμαι ανεπαρκής για κάτι, είμαι ελαττωματικός,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”